Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για μια φιλία που κράτησε πενήντα χρόνια όσο η ίδια μας η παραγωγική ζωή.
Μιλώντας γι αυτόν, τον σπουδαίο καλλιτέχνη, που μου έδωσε η τύχη τόσο κοντά μου, είναι δύσκολο να τον αποσπάσω από την ίδια μου τη ζωή.
Γνώρισα τον Χρόνη Μπότσογλου τον δημιουργό, τον δρώντα κοινωνικά, τον Χρόνη της καθημερινότητας, τον πιο στενό μου φίλο.
Είμαστε και κουμπάροι. ’Έχουμε βαφτίσει την μικρή του κόρη ,την Ελίζα με τον άντρα μου το Χρήστο Σφέτσα.
Μέσα από αυτά, δυο βίοι που κινήθηκαν παράλληλα τόσο στην τέχνη όσο και στη σκέψη κάθε εποχή. Πάντα στην ίδια πλευρά. Ήμουν μικρότερή του τέσσερα χρόνια.
Ο λόγος αυτός, εδώ, θέλει να καταγράψει την κοινωνική παρουσία του Χρόνη μέσα από τις εποχές, που ζήσαμε, μιας και για την ζωγραφική του έχουν γραφτεί πολλά.
Έτσι δεν μπορώ να αποφύγω την αυτοαναφορηκότητα, γιατί η κοινή μας ιδεολογία, αλλά και η αντίληψη για την κοινωνική χρησιμότητα της τέχνης, μας έβαλε δίπλα σε όλες στις προσπάθειες να τις κάνουμε να λειτουργήσουν. Σε όλες τις καλλιτεχνικές κινήσεις.
Αισθητικά, πάντα μακριά από εναπομείναντα ψήγματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού που υπήρχαν ακόμα στην επίσημη αριστερά της εποχής.
Και βέβαια δεν είμαστε οι μόνοι.
Νέοι, παραμένουμε ανένταχτοι, στο τέλος τις δεκαετίας του 60, στις παρυφές της ΕΔΑ, όπως πολλοί φίλοι μας.
Πιστεύαμε ότι η δουλειά μας ήταν το όπλο μας για ένα κόσμο όπως τον ονειρευόμαστε, κι έφτανε.
Αν και η αφαίρεση γύρω μας, καλά κρατούσε ακόμα, εμείς της είχαμε γυρίσει γερά την πλάτη.
Ωστόσο την διαβάζαμε πολύ καλά μέσα από όσα μάθαμε από τον κοινό μας δάσκαλό, τον Μόραλη για την ζωγραφική της κηλίδας.
Τιμούσαμε ότι καλό έχει βγάλει, όμως, είμαστε στραμμένοι οριστικά στην παραστατική ζωγραφική.
Είναι η εποχή που ο Χρόνης ανακαλύπτει τον Μπουζιάνη, επηρεάζεται από αυτόν, και κάνει τα έργα του τα Μπουζιανικά- όπως τα ονόμαζε ο ίδιος.
Στα μέσα του ‘60 είχε ξεκινήσει η ΟΜΆΔΑ ΤΕΧΝΗΣ ΑΛΦΑ από προοδευτικούς εικαστικούς, με εκθέσεις σε λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και κουβέντες που θα φέρουν κοντά στα έργα, τον κόσμο.
Είναι, ο Χρόνης, ο Γιάννης Βαλαβανίδης, ο Βαγγέλης Δημητρέας, ο Λευτέρης Γιαννουλόπουλος ο Δήμος Σκουλάκης, και οι μεγαλύτεροι : Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γιάννης Χαϊνης, Ηλίας Δεκουλάκος, κ.α., όπως κι οι συνομήλικοί μου, Κατζουράκης και Ψυχοπαίδης, που είμαστε ακόμα μέσα στην Σχολή.
Στην προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί το νόημα των έργων στο κοινό, είχαν εισβάλει από τους μεγαλύτερους κάποιες έννοιες της κρατούσας τότε γλωσσολογίας (linguistique), η οποία επιχειρούσε με τον όρο “σημείο” να φανερώσει την σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, εγκαθιστώντας την Σημαντική (semantique) στις μεθόδους επικοινωνίας της ομάδας με το κοινό.
Μέσα από αυτό, φορητοί πίνακες με σχήματα έρχονταν σε αυτές τις εκθέσεις.
Αυτό, ήταν αφορμή Ομηρικών συζητήσεων και διαφωνιών από τους νεώτερους, που πιστεύαμε ότι πάρα την επιθυμία μας για απομυθοποίηση του έργου τέχνης, αυτή η αντίληψη το στερούσε από το σημαντικότερο, το άφατο.
Εκεί κοντά, ο Χρόνης κάνει μια από της πρώτες του εκθέσεις στο Χίλτον, που θα τον κάνει να ξεχωρίσει, και θα τον καθιερώσει ως εξαιρετικό νέο ζωγράφο της γενιάς του.
Νωρίτερα, έχει ξεκινήσει το περιοδικό της αριστεράς ΕΠΙΘΕΏΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ από τον συγγραφέα και κριτικό Κώστα Κουλουφάκο.
Έχει μεγάλη απήχηση με τα θεωρητικά της κείμενα, και ζωγράφοι της παρέας συμμετέχουν στην συντακτική της επιτροπή, Βαλαβανίδης, Χαϊνης, Δημητρέας, Γιαννουλόπουλος, μαζί τους ο Χρόνης- στην επιμέλεια των εικόνων με έργα για το περιοδικό.
Επίσης πολλοί θεωρητικοί, όπως ο Γιώργος Πετρής, ο Κωστής Σκαλιόρας, κ.α. πολλοί.
Την 21η Απριλίου του 67 γίνεται το πραξικόπημα της χούντας. Το ίδιο πρωί, ο Βαλαβανίδης κι ο Γιαννουλόπουλος πάνε στα γραφεία του περιοδικού με κίνδυνο, και σηκώνουνε τους καταλόγους των συνδρομητών, μην πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.
Οι εκθέσεις τα πρώτα χρόνια σταματούν, μια πένθιμη αντίδραση στο σκοτάδι που κάλυψε τη χώρα, για να πάρουν χαρακτήρα συγκαλυμμένης αντίστασης όταν ξαναρχίζουν.
Παράλληλα είναι η εποχή που έχει εισβάλλει η εικόνα της διαφήμισης στην ελληνική κοινωνία και μας κατακλύζει από παντού. Τα νέα υλικά αντικαθιστούν τα παλιότερα. Το πλαστικό μπαίνει μέσα στις κουζίνες μας.
Η Ποπ-Αρτ ανθεί στην Αμερική με αυτά τα θέματα καθημερινότητας, που μοιάζει να τα ερωτεύεται.
Αρχίζουν να γενικεύονται πια τα ρέντυ- μέιντ και τα ασαμπλάζ.
Στην Ελλάδα η Ποπ μας επηρεάζει, όμως βρίσκει τον δικό της χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα κριτικό με τα πρώτα ψήγματα του κριτικού ρεαλισμού.
Ο Χρόνης ζωγραφίζει πλαστικές λεκάνες κι άλλα τέτοια αντικείμενα. Τότε κάνει το εξαιρετικό δίπτυχο έργο με την λαμπερή εικόνα της μακιγιαρισμένης γυναίκας με τα γράμματα εξωφύλλου του ομώνυμου περιοδικού, δίπλα σε δυο ροζ εκρηκτικούς υπερμεγέθεις μαστούς, και κάτω, στην ίδια εικόνα, με άλλη γραφή, με την ευαίσθητη πινελιά του, την κυρτή πλάτη μιας καθημερινής γυναίκας που δεν είναι άλλη από την Ελένη, την γυναίκα του, το σταθερό του μοντέλο.
Εγώ, στα δυο τελευταία χρόνια της σχολής, κάνω το κουτί του Tide με το μήλο, την λουστρινένια τσάντα με το
γύψινο χέρι, και τα υπερμεγέθη Κουτάλι και Τριαντάφυλλο με αερογράφο.
Αυτές οι αναφορές σε κάποια έργα μας, γίνονται εδώ, ως καρφιτσώματα στο χρόνο.
Στην αρχή της δεκαετίας του 70 βρεθήκαμε στο Παρίσι υπότροφοι.
Αυτός του ΙΚΥ, μαζί με την Ελένη, εγώ της Ακαδημίας Αθηνών.
Μένουμε στη Cite, στο Ελληνικό περίπτερο σε αντικριστά δωμάτια.
Στην Μποζάρ, κι οι δύο στο εργαστήριο του Σανζιέ, ενός πολύ καλού ζωγράφου, που μας κοίταξε με ενδιαφέρον. Δεχόταν μόνο μεταπτυχιακούς φοιτητές από πολλές χώρες. Κάθε δυο μήνες δείχναμε δουλειά για να πάρουμε την αναγκαία βεβαίωση για τις υποτροφίες μας. Στην ουσία δεν προσθέτουμε τίποτα στις γνώσεις μας σ’ αυτό το περιβάλλον. Θυμάμαι μόνο τη φράση που ψιθύριζαν όταν δείχναμε δουλειά: “Ελάτε δείχνουν οι Έλληνες”. Φαίνεται κάπως μετράγαμε.
Παράλληλα εγώ κάνω σκηνογραφία σε δεύτερο κύκλο, στην Art-Deco, και δουλεύω στο Θέατρο.
Όμως το σημαντικότερο είναι ένα Παρίσι που κυριολεκτικά ρουφάμε. Μουσεία και νέα κινήματα σκάνε εκεί : βίντεο, εγκαταστάσεις, conseptual, που ανοιχτοί, μας αρέσουν, και τα συζητάμε πολύ.
Είναι πρώτη δεκαετία μετά τον Μάη του 68, οι φοιτητές απολαμβάνουν προνόμια, και παντού βράζει η “politization”.
Τα βράδια ξημερωνόμαστε με φίλους να συζητάμε να συμφωνούμε να θαυμάζουμε να τσακωνόμαστε για τέχνη και πολιτική.
Ο Χρόνης κάνει το μεγάλο εξαιρετικό πολύπτυχο έργο του, την φρίζα με θεματική επιρροή το ίδιο το Παρίσι , το μετρό, οι διαφημίσεις του, οι εργάτες, αλλά κι ο εαυτός του με την Ελένη.
Την Ελένη έγκυος, και τους δικτάτορες.
Εγώ, τα έργα: Γάμος – όλα καλά, Καθρέφτης, και Οβερνέ .
Γνωριζόμαστε με πολλούς Έλληνες που σπουδάζουν εκεί, άλλων τεχνών και επιστημών και κάνουμε φιλίες.
Με την Μεταπολίτευση, στην επιστροφή, πολλοί τους θα αποτελέσουν ονόματα του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας.
Με την χούντα στον τόπο, το ελληνικό φοιτητικό κίνημα του Παρισιού βράζει. Κι εμείς μαζί του. Ωστόσο, αργούμε να ενταχτούμε σε κάποια γκρούπα, ψαχνόμαστε πολύ.
Ώσπου έρχεται η ώρα. Απίστευτο κι όμως αληθινό, συγκλίνουμε ταυτόχρονα στην ίδια οργάνωση.
Μαζί η Ελένη, ο φίλος μας Γιώργος Κουρουπός και η γυναίκα του Ματούλα, ο Χρήστος Σφέτσας, και μερικοί άλλοι στενοί φίλοι εκεί ακόμα. Δεν αργούν να μας στρατολογήσουν.
Είναι η μετωπική οργάνωση του ΕΚΚΕ, Λαϊκή Αλληλεγγύη.
Κοιτώντας σήμερα τα χρόνια εκείνα, νομίζω ότι ήταν η πιο ταιριαστή επιλογή για την εποχή, και εκεί που είμαστε, ασχέτως του τί ακολούθησε.
Αργότερα, στη Μεταπολίτευσης αποχωρήσαμε όλοι μαζί, και η πίεσή του Χρόνη κατέβηκε στο 5 .
Καταρρέει η ουτοπία, κι εμείς μαζί της
Δεν ξαναενταχτήκαμε πότε ως μελή κομματικής οργάνωσης.
Τα κόμματα πολύ στενός κορσές για τον έντιμο δημιουργό.
Ένας αθώος ρομαντισμός; Ίσως Όμως θα ήταν περίεργο για έναν νέο να μην έχει ενταχθεί σε κάποια οργάνωση τότε.
Ό φίλος μου στο μεταξύ, είχε το χαρακτηριστικό να μπαίνει παντού ολόκληρος.
Σε ότι κάναμε. Με το πάθος και την φλόγα του καλλιτέχνη.
Και στις φιλίες το ίδιο.
Πολλές του έφεραν μεγάλες απογοητεύσεις. Εγώ ήμουν πιο σκεπτική. Πάντα κρατούσα μια απόσταση ασφαλείας. Λογοκρατούμενη με είχε πει. Κι αυτό ήταν ένα σημείο σύγκρουσής μας.
Το πάθος του έφτανε σε τέτοιο παραλογισμό ώστε κάποτε, όταν βρεθήκαμε να πουλάμε τους Λαϊκούς Αγώνες , την εφημερίδα του ΕΚΚΕ σε γιαπιά της Ηλιούπολης μήνα Αύγουστο, με τον ήλιο καμίνι, κι εγώ φορούσα ένα ευτελές βούρλινο καπέλο από το Μοναστηράκι με δυο λουλουδάκια στο πλάι, να κάνει σαν τρελός :
– Με την καπελαδούρα ήρθες να πουλήσεις εφημερίδα ;
Έμεινα άναυδη για το φτωχό μου καπελάκι… Και σιγά που τόβγαλα…
Και για να μην πει κάνεις ποτέ, έλεγα πιο πάνω πως τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό τον είχαμε ρίξει στο πυρ το εξώτερο νεότεροι .
Ε!!!! κι αυτό το κάναμε,.Όμως ποιοτικά πρέπει να πω, και άπαξ. Ζωγραφίσαμε εργάτες αγρότες φοιτητές σε ένα μεγάλο πανό στον τοίχο από κοινού, με τον δικό μας τρόπο.
Μετά κάποιος το σούφρωσε και τα τελευταίο χρόνια εθεάθη σε φωτογραφία στον τοίχο των γραφείων της Ανταρσίας.”
Περάσαμε κι εμείς τις παιδικές μας αρρώστιες.
Εκείνη την εποχή ο Χρόνης ζωγραφίζει εργάτες, το εξαιρετικό άλμπουμ με σχέδια “Γιαπί ’’, και κάποια πορτρέτα ανώνυμων αγωνιστών.
Εγώ περνάω τα χρόνια στης μεγάλης σιωπής, κάνω μόνο τη σειρά με κάρβουνο, στόμια μπουκαλιών ρακουρσί, και γράφω ένα εικαστικό θέαμα επιχειρώντας την Άρτ-Τοτάλ και άλλα πρότζεκτ που μένουν στο χαρτί.
Τον Αύγουστο του ‘71 κατεβαίνουμε στην Ελλάδα για διακοπές. Συζητάμε όλο και περισσότερο με την στενή παρέα των φίλων ζωγράφων Βαλαβανίδης ,Κατζουράκης, Χρόνης , Ψυχοπαίδης, τα πολιτικά,την εμπορευματοποίηση της τέχνης, και την δουλειά μας που έχει πια κοινά χαρακτηριστικά.
Δουλεύουμε όλοι συχνά από την φωτογραφία, και τα θέματά μας είναι ρεαλιστικά, κριτικά με αυτό που μας περιβάλει στην χούντα.
Οι μνήμες των καλλιτεχνικών ομάδων του 20 ου αιώνα είναι ακόμα ζωντανές.
Έτσι, ένα βράδυ αυτού του Αυγούστου, σπίτι μου,καταγράφουμε σε μαγνητόφωνο τις συνομιλίες μας:
Πώς βλέπουμε την δουλειά μας και πώς θέλουμε να λειτουργήσει.
Είναι το μανιφέστο της ομάδας των Πέντε Νέων Ρεαλιστών.
Χωρίς ονόματα. Εκεί που μιλά ο καθένας, Α,Β,Γ,Δ,Ε,.
Το κείμενο δημοσιεύεται στο “Χρονικό ‘71” , έκδοση του Μπαχαριάν, της Ώρας.
(Το απομαγνητοφωνημένο χειρόγραφο από τον Βαλαβανίδη, βρίσκεται στο αρχείο των προσωπικών ιστοριών του ΕΜΣΤ).
Τον χειμώνα που ακολουθεί, σε ουδέτερο έδαφος, γίνεται η έκθεση του Γκαίτε.
Η δουλειά μας προσέχτηκε ιδιαίτερα από το κοινό και την κριτική.
Υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, σχεδόν συρροή, και οι χουντικοί ανησύχησαν.
Όμως όταν έστελναν τους μυστικούς τους, αυτοί δεν έβλεπαν τίποτα το επιλήψιμο. Δεν καταλάβαιναν από ζωγραφική.
Μετά η έκθεση μεταφέρεται στην Θεσσαλονίκη, στην Γκαλερί του Κώστα Λαχά, που την επιμελείται ο Χρόνης. Κάπου εδώ, μέσα από πολιτικές διαφωνίες, σταματάει η βραχύχρονη διάρκεια της ομάδας.
Στην Μεταπολίτευση επιστρέφουμε στην Ελλάδα.
Το ζήτημα της αντίδρασης στην εμπορευματοποίηση της τέχνης μας από τις γκαλερί, γίνεται όλο και πιο επιτακτικό.
Συστήνεται το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών το Κ.Ε.Τ , σε ένα ισόγειο μαγαζί Ζαΐμη και Τοσίτσα από 25 εικαστικούς.
Αίτημα να δείχνουμε τη δουλειά μας χωρίς μεσάζοντες. Όλοι μαζί πάλι της ομάδας. Η κίνηση αγκαλιάζεται από το ενεργό καλλιτεχνικό δυναμικό, και γίνεται κέντρο που συσπειρώνει μουσικούς συγγράφεις ηθοποιούς κι άλλους διανοούμενους σε βραδιές εκδηλώσεων παράλληλα με τις εκθέσεις μας.
Όταν διαλύεται το ΚΕΤ, δίπλα του, σε ένα νεοκλασικό της Ζαΐμη με πυρήνα τους περισσότερους από μας, του ΚΕΤ, δημιουργείται η “ΟΜΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ”, διευρυμένη και με την προηγούμενη γενιά, αλλά και θεωρητικούς. Παίρνει μια μικρή επιχορήγηση από το Υπ. Πολιτισμού.
Ανάμεσά τους, Κοκκινίδης, Ξενάκης Δεκουλάκος, Νικολαΐδης αλλά και Κονταράτος, Ιωαννίδης, Καφέτση, Χριστοδουλίδης, μερικά από τα ονόματα που θυμάμαι.
Γίνεται ελεύθερο σπουδαστήριο ζωγραφικής, αλλά κάνουμε και εκθέσεις με την δουλειά μας στην περιφέρεια.
Παρών ο Χρόνης, διδάσκουμε όλοι ανά δίμηνο. Θέλουμε να δώσουμε το στίγμα πώς πρέπει να διδάσκεται η Τέχνη σε αντίθεση με ότι γίνεται στην Καλών Τεχνών της εποχής.
Η ομάδα διαλύεται όταν οι περισσότεροι γίνονται καθηγητές εκεί.
Ο Χρόνης έχει ήδη αναγνωριστεί πια στους κορυφαίους των ζωγράφων της γενιάς του. Είναι η εποχή που κάνει μια από τις σπουδαιότερες ενότητες έργων του, την βαθύτερα υπαρξιακή, με την μητέρα του σε βαθύ γήρας, με πολυετή άνοια στην πολυθρόνα.
Μετά από την ολοκλήρωση της σειράς αρνείται να την ξαναδεί, έως τον θάνατό της.
Από 76 εγώ, ανακαλύπτω την δουλειά με τα παιδιά.
Μαγεύομαι. Ο Πικάσο λέει “να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί,” κι ο Μπόυς βάζει το εκπαιδευτικό έργο του πάνω από όλη του την δημιουργία. Ξεκινάω χωρίς αμοιβή, ένα Δημοτικό εργαστήρι για παιδιά στην Λευκάδα που παραθερίζω. Η δουλειά διακρίνεται.
Αυτά αναφέρονται, γιατί θα μας οδηγήσουν τον Χρόνη κι εμένα, σε σειρά σημαντικών κινήσεων, που η πρώτη είναι η εξής:
Γύρω στο ‘85, ο Σταύρος Μπένος,πλήρης πολιτιστικών οραμάτων ως Δήμαρχος Καλαμάτας ιδρύει με την βοήθεια του Χρήστου Λάζου την πρώτη Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση στην πόλη του και στην Ελλάδα, την ΔΕΠΑΚ.
Είναι η εποχή που πιστεύουμε ότι πρέπει να φτιάξουμε θεσμούς στη χώρα.
Την αποτελούν τρεις βασικοί τομείς: Μουσική-Χορός- Εικαστικά, παράλληλα με άλλες εκδηλώσεις.
Μας καλεί ως διευθυντές: Τον Κουρουπό για την Μουσική, εμένα για τα Εικαστικά, την Βίκυ Μαραγκοπούλου για τον Χορό. (Είναι κι ο τομέας που αργότερα, εξελισσόμενος θα δώσει, με τη Βίκυ επικεφαλής το εξαιρετικά επιτυχές, Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας). Μοιραζόμαστε με ενθουσιασμό το όραμά του Σταύρου Μπένου, και γινόμαστε όλοι μια δυναμική ομάδα.
Προσκαλώ το Χρόνη να αναλάβει το εργαστήριο ενηλίκων του Εικαστικού τομέα, τον πρώτο χρόνο λειτουργίας μας. Και έρχεται.
Δίνει το παρόν, ενθουσιώδης κοινωνός του μεγάλου πειράματος που επιχειρείται. Ο αφρός των καλλιτεχνών του κέντρου,έρχεται κάθε βδομάδα και διδάσκει και στους τρεις τομείς. Οι παλιοί σύντροφοι, είμαστε πάλι μαζί. Λέμε ότι ο Μπένος μας έσωσε.
Έδωσε την πρέπουσα διέξοδο στα όνειρά μας για την τέχνη και την πολιτική που είχαν στριμωχθεί.
Αρχίζει η εποποιία της ΔΕΠΑΚ της Καλαμάτας.
Την χαιρετίζει όλη η χώρα, όλοι μιλούν γι αυτό που γίνεται εκεί, και η Πόλη με τον Δήμαρχο της, παίρνει το βραβείο της Ευρώπης για την πολιτιστική αποκέντρωση.
Πάνω στο χρόνο που έχουμε ξεκινήσει γίνεται ο καταστροφικός σεισμός του 86, και μαζί με τα σπίτια της πόλης, σμπαραλιάζει και τις εξαιρετικές υποδομές που μας είχε ετοιμάσει ο Σταύρος για να δουλέψουμε.
Είναι τότε που η ΔΕΠΑΚ θα γράψει την πιο λαμπρή ιστορία της,
δίνοντας το νόημα του Πολιτισμού στις δύσκολες ώρες της ζωής του ανθρώπου.
Το ΄89 ο Χρόνης εκλέγεται καθηγητής στην Καλών Τεχνών. Τα χρόνια κυλούν,η ΔΕΠΑΚ συνεχίζει χωρίς εμάς, ο Σταύρος στο μεταξύ έχει εξελιχθεί πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ, και μετά από αλλεπάλληλες υπουργοποιήσεις καταλήγει στο Υπουργείο της ψυχής του, το Υπουργείο Πολιτισμού.
Με καλεί κοντά του, και μου αναθέτει αυτό που έκαναν τα Εικαστικά στην Καλαμάτα να το κάνουμε σε όλη την Ελλάδα σε 12 πόλεις. Ήταν το Δίκτυο Εικαστικών Εργαστηρίων που συνεχίζει να δίνει καρπούς και σήμερα, με στήριξη των Δημάρχων χωρίς την συνδρομή εδώ και χρόνια, του Υπουργείου.
Ένα άλλο πρωί, μου λέει :
-Αν έχουν γίνει κάποια πράγματα για της άλλες τέχνες, για τα Εικαστικά δεν έχει γίνει τίποτα. Να κάνουμε μια επιτροπή εργασίας.
Ποιος θα είναι ο πρόεδρος; μα ο Χρόνης φυσικά. Και δέχεται με χαρά.
Συγκροτούμε την Επιτροπή με τους καλύτερους, γνωρίζοντας τον χώρο μας της εποχής, εγώ ως συντονίστρια.
Συνεδριάζουμε έξη μήνες. Βγαίνει πρώτη η ανάγκη Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το σημερινό ΕΜΣΤ.
Και επειδή ένα Μουσείο δεν είναι οι τοίχοι του, είναι οι συλλογές του, αποφασίζεται ως προίκα του, η αγορά της Συλλογής Κωστάκη,τα έργα της Ρώσικης Πρωτοπορίας που είχε εκτεθεί πρόσφατα τότε στην Αθήνα . Η Άννα η Καφέτση μέλος της επιτροπής, αναλαμβάνει την διαπραγμάτευση της αγοράς.
Παράλληλα με τον καθηγητή της ΑΣΚΤ αρχιτέκτονα Σάββα Κονταράτο, μέλος κι αυτός, ψάχνουν για κτίριο.
Και είναι το κτήριο ΦΙΞ. Δυστυχώς, προς λύπη όλων μας, γίνονται εκλογές, ο Σταύρος, φεύγει από το Υπουργείο, και το έργο της επιτροπής ολοκληρώνεται λίγο μετά, επί Υπουργίας Βενιζέλου. Μας στέλνει πρόταση να πάει στην Θεσσαλονίκη το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης . Ο Χρόνης και όλη η επιτροπή αντιδρούμε άμεσα, προτείνοντας δυο Μουσεία. Το Εθνικό στην Αθήνα και το Κρατικό στην Θεσσαλονίκη. Όμως την Συλλογή Κωστάκη την στέλνει νέος ο Υπουργός στην Βόρειο Ελλάδα.
Υπήρχαν και άλλες , πολύ σημαντικές προτάσεις της Επιτροπής ,που έμειναν στο συρτάρι.
Ήταν ένα χρονικό της Ίδρυσης του Μουσείου που μας φιλοξενεί που δεν θα μπορούσα να το παραλείψω μιλώντας για τον Χρόνη, που η συμβολή του σε αυτό ήταν καίρια .
*
Πηγαίνοντας προς το τέλος θα αναφερθώ πιο προσωπικά στη φιλία αυτή.
Μόλις γινόταν ένα έργο μας, έπεφτε το τηλεφώνημα:
-Έλα τα δεις.
Είμαστε οι πρώτοι που βλέπαμε ο ένας τα έργα του άλλου. Και κράτησε μέχρι το τέλος.
Η Ελένη μας βαριόταν και έκλεινε την πόρτα με στωικό χαμόγελο:
“Πείτε τα τώρα εσείς”.
Κουβέντες με τις ώρες που ξεκίναγαν από τα έργα και τα γραφτά μας,
γιατί γράφαμε πολύ κι οι δύο.
Κάποτε μου είχε πει:
“ Ξέρεις αν βάζαμε μαγνητόφωνο και μας άκουγε κανείς, δεν θα μπορούσε να καταλάβει τί λέμε, δε θα έβγαζε άκρη. Το συνειδητοποιείς;”
Είχε εγκατασταθεί ανάμεσά μας μια γλώσσα που είχαμε εφεύρει . Κι εκείνο το γιατί που βασάνιζε πάντα και γύρευε απάντηση:
Μα για να νικήσουμε το Θάνατο!
Και ΝΑΙ Χρονάκη. Εσύ την κέρδισες την παρτίδα.
______________________
Θα κλείσω, διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο από την διήγηση
“Ως μοντέλο του Χ.Μ.’’, από το βιβλίο μου ΘΕΣΗ 44 – ΠΑΡΑΘΥΡΟ εκδ. Γαβριηλίδης 2013
“ Έβλεπα το βλέμμα του που πύκνωνε. Να του πω ήθελα κι αυτά που δεν είχαμε πει ποτέ σαν φίλοι τόσα χρόνια. Πόσα λίγα προλαβαίνουν να πουν οι φίλοι! Κι από τα άλλα, τα βαθιά, που δεν ήξερα και μου ήρθε να βάλω τα κλάματα και γι αυτόν και για μένα και για την αγωνία μας να καταλάβουμε την αλήθεια, και να του πω πως δεν θα καταλάβουμε ποτέ γιατί έτσι πρέπει να είναι. Πως μόλις ανεβαίνουμε τη μία ανηφόρα από πίσω θα μας περιμένει άλλη. και μόλις ανεβούμε κι αυτήν, θα είναι μια τρίτη, και πάει λέγοντας .Και δεν θα την βρούμε ποτέ την αλήθεια και το μόνο απόλυτο που θα βρούμε είναι το μηδέν. Γι αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι μ΄ ότι μας δίνεται. Αυτά τα μικρά ψήγματα ουσίας. Κι έτσι ίσως, μπορούμε να ψηλαφίσουμε κάτι απ’ αυτό το σατανικό παιχνίδι της τέχνης μας.
Κλεοπάτρα Δίγκα Απρίλης του 2023
(Για την Εκδήλωση μνήμης για τον Χρόνη Μπότσογλου ‘’ΑΝΤΙΟ ΑΤΕΛΙΕ’’ στο ΕΜΣΤ, στο κλείσιμο της πρώτης χρονιάς από τον θάνατό του).